διαβολιά

διαβολιά
blague

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • διαβολία — διαβολίᾱ , διαβολία fem nom/voc/acc dual διαβολίᾱ , διαβολία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολιά — η 1. πανουργία 2. (για παιδιά) ζωηρότητα, εξυπνάδα 3. πράξη πονηρή, διαβολική, που τείνει να εξαπατήσει τον άλλον, ζαβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαβολία < διάβολος] …   Dictionary of Greek

  • διαβολιά — η 1. ιδιότροπη κακία και πονηριά. 2. αταξία, ζαβολιά: Χρησιμοποιεί διαβολιές για να κερδίζει στα παιχνίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαβολίαν — διαβολίᾱν , διαβολία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολιᾶν — διαβολία fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαβολιῶν — διαβολία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 369 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Δ της χερσονήσου του Έλους, προς την ακτή του Λακωνικού κόλπου, στον όρμο της Ξυλής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. Μέχρι το… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • διαιβολία — διαιβολία, η (Α) η διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού διαβολιά] …   Dictionary of Greek

  • ζαβολιά — η 1. παράβαση τών όρων τού παιχνιδιού, κλέψιμο στο παιχνίδι, απάτη, ξεγέλασμα 2. φρ. «τρεις κι η ζαβολιά» λέγεται από τα παιδιά για δήλωση ότι δεν θα γίνει ανεκτός αυτός που θα κάνει κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού για τρίτη φορά την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • διαβολίηι — διαβολίῃ , διαβολία fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”